ὀφθαλμιῶ

ὀφθαλμιῶ
ὀφθαλμιάω
suffer from ophthalmia
pres imperat mp 2nd sg
ὀφθαλμιάω
suffer from ophthalmia
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
ὀφθαλμιάω
suffer from ophthalmia
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
ὀφθαλμιάω
suffer from ophthalmia
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οφθαλμιώ — (Α ὀφθαλμιῶ, άω) [οφθαλμία] πάσχω από οφθαλμία («ἐντυχών τινι ὀφθαλμιῶντι ἀνθρώπῳ ἀπιόντι ἐξ ἰατρείου», Ξεν.) αρχ. 1. βλέπω με φθόνο την ευτυχία τού άλλου 2. αισθάνομαι ζηλοτυπία για κάποιον …   Dictionary of Greek

  • εποφθαλμιώ — (AM ἐποφθαλμιῶ, άω) 1. ρίχνω βλέμματα γεμάτα επιθυμία σε κάτι θέλοντας να τό αποκτήσω 2. φθονώ, επιθυμώ να αποκτήσω κάτι που δεν μού ανήκει. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οφθαλμιώ «επιθυμώ σφοδρώς» (< οφθαλμός)] …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμίαση — η (Α ὀφθαλμίασις) [οφθαλμιώ] η οφθαλμία …   Dictionary of Greek

  • προσοφθαλμιώ — άω, Α προσβλέπω κάτι με πόθο ή επιθυμία, εποφθαλμιώ κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὀφθαλμιῶ «βλέπω με φθόνο την ευτυχία άλλου»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”